- βασιλικός
- (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25-60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή σκούρα σε ορισμένες ποικιλίες. Τα άνθη του είναι μικρά, λευκά ή λευκορόδινα, κατά σπονδύλους, που σχηματίζουν επάκριους στάχεις.
Ο β., που επιστημονικά ονομάζεται ώκιμο το βασιλικό, έχει πάρα πολλές ποικιλίες που διακρίνονται γενικά σε μικρόφυλλες και πλατύφυλλες. Καλλιεργείται ως καλλωπιστικό, για το δυνατό και ευχάριστο άρωμά του. Από τα φύλλα του λαμβάνεται επίσης με απόσταξη ένα αιθέριο έλαιο, το βασιλικέλαιο, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, στην ποτοποιία και στη φαρμακευτική, ως αφέψημα κατά των εντερικών παθήσεων, ως στομαχικό και διουρητικό. Στα αρχαία χρόνια χρησιμοποιούσαν χλωρό β. για τα δαγκώματα των φιδιών.
Με τη γενική ονομασία αγριοβασιλικός, είναι γνωστά δύο φυτά, η επιστημονική ονομασία των οποίων είναι σάλβια η βερβενοειδής και παριετάρια η ιουδαϊκή. Το πρώτο ανήκει στην οικογένεια των λαμπιατών και είναι πολυετής πόα, με βλαστό ύψους 10-50 εκ., τριχωτό και αρωματικό. Ανθίζει από τον Απρίλιο έως τον Σεπτέμβριο. Το φυτό αυτό φυτρώνει σε όλη την Ελλάδα. Το δεύτερο ανήκει στην οικογένεια των ουρτικιδών και είναι πολυετής πόα με βλαστό 10-40 εκ. με πολλά κλαδιά. Έχει φύλλα μικρά, ωοειδή, με πολλά νεύρα. Ανθεί σε δέσμες. Φυτρώνει σε όλη την Ελλάδα, επάνω σε τοίχους, στα απορρίμματα, στις αυλές σπιτιών και κατά μήκος των δρόμων.
Από τα αρωματικά φύλλα του βασιλικού προέρχεται ένα αιθέριο έλαιο (βασιλικέλαιο) που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και την ποτοποιία.
* * *-ή, -ό (AM βασιλικός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει στον βασιλιά ή προέρχεται απ' αυτόν (α. «γιατρός βασιλικός» β. «βασιλικό παλάτι» γ. «βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα» — για διαταγή η οποία εκτελείται απόλυτα)2. εκείνος που αρμόζει, που ταιριάζει σε βασιλιά («τρόπος βασιλικός», «τα λόγια τα βασιλικά»)3. το αρσ. ως ουσ. ο βασιλικός (νεοελλ. και βασιλική, η και βασιλικό, το)το αρωματικό φυτό ώκιμον το βασιλικόν (ocimum basilicum) της τάξης των Χειλανθών(παροιμ. α. «βασιλικός κι αν μαραθεί, τη μυρωδιά την έχει» — η φυσική ευγένεια δεν χάνεται ακόμη και μέσα στην ανέχεια ή τη δυστυχίαβ. «για χάρη του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα» — για κάποιον που έχει ευνοϊκή μεταχείριση χωρίς να την αξίζει αλλά προς χάριν κάποιου άλλου)4. το θηλ. ως ουσ. αρχιτ. α) ρωμαϊκό οικοδόμημα που έχει το σχήμα μεγάλης ορθογώνιας αίθουσας και καταλήγει σε ημικυκλική ασπίδαβ) χριστιανική εκκλησία ορθογώνιου σχήματος που χωρίζεται σε κλίτη είτε με κίονες είτε με κίονες και πεσσούς εναλλάξμσν.- νεοελλ.1. δημόσιος («βασιλική στράτα», «βασιλική όδός»)2. (για εχθρό) θανάσιμος, μισητός3. εξαιρετικός, λαμπρός4. πολύς, υπερβολικός («βασιλικά έξοδα», «βασιλικόν το πάθος»)5. φρ. «βασιλική πύλη» — η βασιλόθυρα, η ωραία πύλη του χριστιανικού ναούνεοελλ.1. βασιλόφρονας, οπαδός της βασιλείας ή του βασιλιά2. αυτός που εξέχει, που ξεχωρίζει (α. «βασιλικό ξίγγι» — το λίπος γύρω από τα νεφρά των ζώωνβ. «βασιλικιά φλέβα» — η αρτηρίαγ. «βασιλικό άντερο» — το παχύ έντερο, το απευθυσμένοδ. «βασιλικό δάχτυλο» — το μεγάλο δάχτυλο, ο αντίχειραςε. «βασιλικό σίδερο» — ο άξονας της αντένας του ανεμόμυλουστ. «βασιλικός καιρός» — ένας απ' τους τέσσερεις κύριους ανέμουςζ. «βασιλικό δόντι» — ο τραπεζίτης, ο γομφίοςη. «βασιλικό κερί» — η κερήθρα που περιέχει τα αβγά της βασίλισσας)3. λαμπρός ή εξαιρετικής ποιότητας («βασιλική μέρα», «βασιλικά σύκα»)4. γόνιμος, εύφορος («βασιλικό περιβόλι»)5. (σε προσαγορεύσεις) (για τον βασιλιά) «η Αυτού Βασιλική Μεγαλειότης», (για πρίγκιπες) «η Αυτού Βασιλική Υψηλότης»6. φρ. «βασιλικός πολτός» — πυκνή, λευκή, θρεπτική ουσία με την οποία τρέφονται οι νύμφες των μελισσών7. φρ. «βασιλική φλέβα» — υποδόρια φλέβα που ξεκινά από το ωλένιο χείλος του πήχεως και κατευθύνεται προς τον ώμο, όπου ενώνεται με τη βραχιόνια φλέβααρχ.-μσν.φρ. οἱ βασιλικοὶ ή «βασιλικοὶ ἄνθρωποι» — πρόσωπα της υπηρεσίας του βασιλιάαρχ.1. αυτός που ανήκει στον «ἄρχοντα βασιλέα» της αρχαίας Αθήνας ή σχετίζεται μ' αυτόν2. βασιλικός (γραμματεύς)υπάλληλος αιγυπτιακού νομού3. φρ. «βασιλικά ἐγκλήματα» — κατηγορίες εσχάτης προδοσίας4. φρ. «ὀφειλήματα βασιλικά» — οφειλές προς το βασιλικό ταμείο5. το ουδ. ως ουσ. το βασιλικόνα) το βασιλικό ταμείοβ) η τράπεζα που ανήκει στον βασιλιάγ) βασιλική διαταγή.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βασιλικός, που υποκατέστησε στη χρήση το βασίλειος*, προήλθε < βασιλεύς με αναλογικό σχηματισμό κατά το πρότυπο του τυραννικός κ.ά.].
Dictionary of Greek. 2013.